Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Χρονογράφημα της Άννας Κομνηνού :

Η γιαγιά, ένας τενεκές λάδι και δυο ψήφοι

Ήταν ωραίος κι ένιωθε καλά με τον εαυτό. Αυτή η προεκλογική εκστρατεία πήγαινε θαύμα. Σπίτι - σπίτι, πόρτα - πόρτα, είχε γυρίσει όλα τα χωριά. Εδώ τους είχε. Στο τσεπάκι του. Μιλούσε κι όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Ένα σπίτι είχε μείνει, στην άκρη του χωριού. Μια γιαγιά. Μόνη της έμενε. Είχε ένα γιο που σπάνια ερχόταν από την Αθήνα. Χαμογέλασε. Οι γιαγιάδες ήταν το φόρτε του. Χτύπησε την πόρτα.

-Καλησπέρα,φώναξε.

Εκείνη δυσκολεύθηκε να καταλάβει ποιος ήταν. Ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε καλά.

-Τι θα ψηφίσουμε γιαγιά;

Αργούσε. Ήθελε να φύγει. Τον περίμεναν στο καφενείο. Τρία χωριά έπρεπε να περάσουνε απόψε. Δεν του άρεσε να χαλάν το πρόγραμμά του.

-Αχ, πουλάκι μου εμένα δεν με νοιάζει ποιος θα βγει... αλλά…

Αλλά, την πίστη του έβγαλε. Μέχρι να τη φέρει στα νερά του είδε κι έπαθε. Σιγά όμως να μη του ξέφευγε η γριά. Τελικά τα βρήκανε. Έναν τενεκέ λάδι, να την πάει και να την φέρει γιατί τα πόδια της ήτανε βαριά και δυσκολευότανε να περπατήσει. Διπλογραμμένη ήταν η γιαγιά. Μια στο χωριό που γεννήθηκε, μια στο χωριό που παντρεύτηκε. Γιατί όχι, σκέφτηκε. Θα έπαιρνε δυο ψήφους.

Την ημέρα των εκλογών φόρτωσε τη γιαγιά στο αυτοκίνητο και πήρε δρόμο. Από χωριό σε χωριό, με τη γιαγιά στη θέση του συνοδηγού να μισοκοιμάται. Τελείωσαν γρήγορα και ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Τίποτα δεν άφηνε στην τύχη. Οργανωτικός και μεθοδικός. Έτσι τις μάζευε. Μια, μια ψήφο. Στο γραφείο του είχε ολόκληρα αρχεία από ονόματα, αιτήματα και διευκολύνσεις. Κοινωνική πολιτική την αποκαλούσε. Κανείς δεν είχε τις δικές του αντοχές. Χαλκέντερος. Η φασαρία για μια ψήφο. Άσε που στην περίπτωση της γιαγιάς ήτανε δύο…

Όταν έφτασε στο σπίτι της η κυρά Μαγδαληνή κοντοστάθηκε να πάρει μια ανάσα στα σκαλιά. Φθινοπώριασε. Μύριζε ο αγέρας νοτισμένο ξύλο που έκαιγε στις σόμπες. Της θύμισε η μυρωδιά τα χρόνια που ήτανε κορίτσι. Τέτοια εποχή μαζεύανε τα ξύλα. Ολόκληρη η γειτονιά ερχόταν να βοηθήσει. Στοιβάζανε τα ξύλα στην αποθήκη κι ήταν σα γιορτή. Έψηνε η μάνα καφέδες κι ο πατέρας κέρναγε τσίπουρα. Ανάσανε βαθιά. Το καραγάτσι αντίκρυ είχε κιτρινίσει. Περήφανο δέντρο. Σαν τον τζιτζιφιόγκο που κατηφορίζει προς τον κάμπο κορδωμένος. Γέλασε κρυφά, σιωπηλά. Είχε μάθει να μη γελάει δυνατά μπροστά στους ανθρώπους. Ακόμα και τώρα που είχε απομείνει μονάχη, έτσι γελούσε. Ας μην ήταν εκεί κανείς για να τη δει.

«Ντιπ κατά ντιπ το νιάνιαρο, χαμπάρι δεν πήρε». Στον κόρφο της το κράταγε το ψηφοδέλτιο η κυρά Μαγδαληνή. Κατάσαρκα το φύλαγε. Την πήγε την έφερε, της άφηκε κι ένα τενεκέ λάδι. Τη λιβάνιζε σ’ όλο το δρόμο και τη βάσταγε από το μπράτσο. Φαντάστηκε τη μούρη του αν ήξερε την αλήθεια. Το γέλιο φώτισε το πρόσωπο της κι έμοιασε ξαφνικά δέκα χρόνια νεότερη.


/www.insideinfo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου