Προ ημερών βρέθηκα με μια παρέα σε ένα από τα παραδοσιακά τσιπουράδικα της πόλης, και μεταξύ «οίνου και τύρου»-που λέει ο λόγος, αρχίσαμε με τους συνδαιτυμόνες μου μια συζήτηση περί τσίπουρου. Η αλήθεια είναι ότι παρόλο που έχω μείνει αρκετά χρόνια σε διάφορες πόλεις στη Βόρεια Ελλάδα, δύο πράγματα δεν μπορώ να συνηθίσω : το κρύο και το τσίπουρο. Δεν ξέρω αν είναι η κρητική μου καταγωγή που δεν αντέχω ούτε το κρύο ούτε το τσίπουρο, αλλά απέναντι και στα δύο οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι προκατειλημμένη. Ως προς το κρύο, αφήστε το, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Το τσίπουρο, όμως, και συγνώμη που μπορεί να προσβάλλω κάποιους από εσάς, δεν μπόρεσα να το συνηθίσω ποτέ. Ακόμα και σαν φοιτήτρια που ήμουν στα Γιάννενα, όλοι γύρω μου έπιναν τσίπουρο, εγώ δεν το έβαζα καν στο στόμα μου. Ίσως να φταίει η μυρωδιά από το γλυκάνισο, ίσως η έντονη γεύση του, ίσως η καταγωγή όπως προείπα, όμως δεν μπορώ να πω με σιγουριά την αιτία που μου είναι δυσάρεστο.
Και από αφορμής μιας δήλωσης μου περί τσίπουρου και τσικουδιάς, ξεκίνησε η συζήτηση που άναψε τα πνεύματα. Η υπογράφουσα, αν και συνήθως δεν διακατέχεται από τέτοια έντονα τοπικιστικά αισθήματα, θρασύτατα -οφείλω να ομολογήσω- τόλμησε να δηλώσει ευθύς εξαρχής την προτίμηση της στη τσικουδιά μπροστά στην τσιπουροπότρια ομήγυρη. Και από εκεί ξεκίνησε ένας μικρός εμφύλιος μέσα στην παρέα. Βέβαια, είχα την ατυχία-ευτυχία, στην παρέα να βρίσκεται ένας παραγωγός τσίπουρου, ο οποίος και δικαίως θεώρησε υποχρέωση του να υπερασπιστεί όχι μόνο το δικό του προϊόν αλλά και το προϊόν της περιοχής.
Ο εν λόγω παραγωγός μου μίλησε για την ίδια την διαδικασία παραγωγής του τσίπουρου, πως δηλαδή, από τα στέμφυλα, ότι απομένει δηλαδή από τα σταφύλια που έχουν πατηθεί ήδη για το κρασί, τα βράζουν σε ειδικά καζάνια και τα αποστάζουν, παίρνοντας σταγόνα –σταγόνα, το άγιο αυτό νέκταρ. Έλεγε, μάλιστα ότι σε όλη τη διαδικασία πρέπει να στέκεσαι δίπλα στο καζάνι σαν μάνα που προσέχει τα πρώτα βήματα του παιδιού της για να το πιάσει, αν τύχει να στραβοπατήσει. Με την ίδια προσοχή ο παραγωγός του τσίπουρου, πρέπει να κάθεται δίπλα, να βάζει ξύλα στο καζάνι, να μετράει τα σάκχαρα του αποστάγματος με το μπομόμετρο (μου άρεσε αυτή η λέξη, για αυτό τη μεταφέρω και για να επεξηγήσω το μπομόμετρο είναι το όργανο που μετράει κατ’ ουσίαν το αλκοόλ στο προϊόν) και ότι έχει παραχθεί, να το αποστάξει δεύτερη φορά, για να πετύχει την καλύτερη ποιότητα και να προσθέσει το μυρωδάτο γλυκάνισο, για όποιον επιθυμεί. Και αφού έχει τελειώσει όλη η διαδικασία, έχουμε πλέον έτοιμο το πνεύμα πλέον των σταφυλιών να καταλήγει στο ποτήρι μας, ευωδιαστό και δυνατό (μην φανταστείτε ότι τα γράφω εγώ, αυτά είναι λόγια του παραγωγού).
Και καθώς σε κάθε λόγο πρέπει να υπάρχει και ένας αντίλογος, έπρεπε και εγώ με τη σειρά μου να υπερασπιστώ την παραγωγή του τόπου μου. Φυσικά δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω όλους αυτούς τους τεχνικούς όρους όπως ο επαγγελματίας παραγωγός, αλλά η χρόνια εμπειρία μου σε ρακοκάζανα μου έδινε τη δυνατότητα να μπορώ να τοποθετηθώ σχετικά με το θέμα. Έτσι, με τη σειρά μου, μίλησα για τη διαφορά του τσίπουρου και της τσικουδιάς – εκτός από το γλυκάνισο- που είναι η μία παραπάνω απόσταξη του τσίπουρου, ενώ η τσικουδιά είναι μια βράση που λέμε και στην Κρήτη. Ότι αυτή η μόνη βράση είναι αυτή που δίνει στην τσικουδιά όλη τη γεύση της, μοναδική και «οινοπνευματώδης». Ανέφερα τις χωνευτικές ιδιότητες της τσικουδιάς, μια και πάντα μετά από ένα καλό γεύμα ή δείπνο, συνηθίζεται να πίνεις ένα ποτηράκι τσικουδιάς για να βοηθήσει τη διαδικασία της χώνεψης. Για αυτό που δεν μπορούσα να μιλήσω, είναι για το άρωμα της τσικουδιάς, εκεί άλλωστε υπερέχει το τσίπουρο. Όμως, σε αυτό που σίγουρα υπερέχει η τσικουδιά είναι το γλέντι που συνοδεύει την παραγωγή (μαντέψτε πως το λέμε αυτό το γλέντι; -το καζάνι). Αν ποτέ βρεθείτε στην Κρήτη, σας παρακινώ να πάτε σε ένα τέτοιο γλέντι. Βέβαια, δεν ισχυρίζομαι ότι εδώ δεν γίνονται ανάλογα γλέντια, αλλά όπως και οι ίδιοι φαντάζεστε, –και συγνώμη που θα το πω- τα γλέντια των καζανιών στην Κρήτη είναι πάντα πλούσια και έχουν πάντα όλα τα παρεπόμενα (πολύ φαΐ, πολλή τσικουδιά, και φυσικά πολλές μπαλωθιές…).
Έτσι, κουτσοπίνοντας και τσιμπώντας συνεχίστηκε η κουβέντα που όπως καταλαβαίνετε, δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα. Στο μόνο που μπορώ να ισχυριστώ ότι καταλήξαμε, είναι η υπόσχεση μου στην παρέα, την επόμενη φορά να δοκιμάσω με λιγότερη προκατάληψη ένα ποτηράκι τσίπουρο (αν και δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα ακολουθήσω και δεύτερο). Τουλάχιστον θα το προσπαθήσω.
Εύα Ανδρουλιδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου